Δαμαρέτη

Δαμαρέτη
Δαμαρέτη
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Δαμαρέτῃ — Δαμαρέτη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμαρέτη — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Κόρη του Θήρωνα και σύζυγος του Γέλωνα, αμφότεροι τύραννοι των Συρακουσών. Μετά τον θάνατο του Γέλωνα, η Δ. παντρεύτηκε τον αδελφό του Πολύζηλο. Η Δ. ήταν εκείνη που παρακίνησε τον Γέλωνα να επισπεύσει τη σύναψη… …   Dictionary of Greek

  • Δαμαρέτα — Δαμαρέτᾱ , Δαμαρέτη fem nom/voc/acc dual Δαμαρέτᾱ , Δαμαρέτη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДАМАРЕТА —    • Damarēte,          Δαμαρέτη, супруга тирана Гелона. Diod. Sic. 11, 26. По имени ее названа сицилийская монета, Δαμαρέτειον, равная ценностью четырем аттическим драхмам, которую, по Диодору, она первая велела чеканить в 480 г. до Р. X …   Реальный словарь классических древностей

  • δαμαρέτειον — και δημαρέτιον, το (Α) αργυρό σικελικό νόμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Δαμαρέτη, όνομα τής συζύγου τού Γέλωνος, τυράννου τών Συρακουσών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”